Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνιδόθεν — (Α) επίρρ. από την Κνίδο … Dictionary of Greek
Κνιδόθεν — from Cnidos indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)